συναφομοιώ

συναφομοιώ
-όω, ΜΑ [ἀφομοιῶ / -ώνω]
παθ. συναφομοιοῡμαι, -όομαι
γίνομαι τελείως όμοιος με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
καθιστώ, κάνω κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”